domenica 4 novembre 2012

"Ci" - Come si usa?



Διαβάστε τις χρήσεις του CI και κάντε τις ασκήσεις. 
Studiate come si usa CI e fatte gli esercizi!

A. Ci si usa come un avverbio e significa ‘qua’ or ‘la'’, 
     e.g. "Finalmente ci siamo. (Επιτέλους εδώ είμαστε!)
             "Eccoci qua' (Νάμαστε!)
             "Νon c’è molto pane.", etc.
Β.  Ci si usa nelle frasi "c' e' " (ci e') "ci sono" (υπάρχει, υπάρχουν)

  1. Ήταν ο Μάρκο στο πάρτυ χθές βράδυ; ... όχι, δεν ήταν (εκεί).
  2. Υπάρχουν αυγά στο ψυγείo;
  3. Έχεις πάει ποτέ στη Ρώμη; .... όχι, δεν έχω πάει ποτέ (εκεί).
  4. Πότε θα πάς (εκεί);
  5. Κάποτε υπήρχε ένας ωραίος κήπος εδώ.
  6. Πόσο καιρό ζείς εδώ;
  7. Πήγαμε εκεί πέρισυ.
  8. Υπήρχε μια σφήκα στο σπίτι πρίν λίγο.
  9. Θα πάω στο bar. Έρχεσαι και εσυ;

C. Volerci =απαιτείtαι, χρειάζεται, είναι αναγκαίο, είναι απαραίτητο
    e.g. "Per fare un tavolo ci vuole il legno." (για να φτιάξουμε ένα τραπέζι χρειάζεται ξύλο)
            "Ci vogliono molti ingredienti per fare questa torta".
  1.  Δεν χρειάζεται πολύ δύναμη για αυτή τη δουλειά.
  2. Χρειάζονται 2 αυγά για το κέικ.
  3. Πόση ώρα χρειάζεται για να πάμε στο Μιλάνο;
  4. Χρειάζεται λίγο αλάτι ακόμη στο φαγητό.

D. Metterci = χρειάζεται, "μου παίρνει"... για χρόνο
     e.g. "Quanto ci metti per andare da Roma a Milano? (πόση ώρα κάνεις για να πας από τη Ρώμη στο Μιλάνο;)
             " In treno ci metto solo due ore" (Με το τρένο μου παίρνει μόνο δύο ώρες.)
  1. Πόση ώρα κάνεις για να καθαρίσεις το σπίτι;
  2. Το πλοίο για Σικελία κάνει τρείς ώρες να φτάσει.
  3. Μας πήρε δυό μέρες να τελειώσουμε την σχολική εργασία.
  4. Κάναμε μία εβδομάδα να στολίσουμε το σπίτι για τα Χριστούγεννα.
Ε. Pensarci = φροντίζω για κάτι 
     e.g. "Νon ti preoccupare, ci penso io!" (Μη σε ανησυχεί, θα το φροντίσω εγώ!)
  1. Ο Μάρκο είπε ότι το είχε φροντίσει ο ίδιος.
  2. Εγώ θα φέρω την πίτσα και εσύ φρόντισε για τα ποτά 
F. Crederci = πιστεύω σε κάτι / πιστεύω κάτι
    e.g. "Ci credi nei fantasmi?  - No, non ci credo"
  1.  Η Μαρία και ο Γιάννης επιτέλους παντρεύτηκαν! Δεν το πιστεύω!
  2. Απίστευτο! (Δεν το πιστεύω!) Ο παππούς μου θέλει να ξαναπαντευτεί.
G. Provarci = δοκιμάζω, προσπαθώ 
     e.g. Α: "Ηai mai sciato?" - Β: "No, mai." 
             Α: "Dai, provaci!" - Β: "Ci preverei, ma non ho il tempo!"
  1. Δεν ξέρω αν μπορώ, αλλά θα προσπαθήσω.
  2. Δεν είναι τόσο δύσκολο το κουίζ. Έλα, προσπάθησε!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...